- ποιμάνωρ
- -ορος, ὁ, Α(ποιητ. τ.) αρχηγός, ηγεμόνας λαού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμήν + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φιλ-άνωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποιμάνωρ — ποιμά̱νωρ , ποιμάνωρ masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδεσπόζω — ἐπιδεσπόζω (Α) εξουσιάζω ολοκληρωτικά («τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι κἀπιδεσπόζει στρατῷ», Αισχ.) … Dictionary of Greek
ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… … Dictionary of Greek
ποιμανόριον — τὸ, Α [ποιμάνωρ, ορος] 1. ποίμνη, ποίμνιο 2. μτφ. στρατός, στράτευμα … Dictionary of Greek